- ὑφασμένος
- ὑ̱φασμένος , ὑφάζωperf part mp masc nom sgὑ̱φασμένος , ὑφαίνωweaveperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] … Dictionary of Greek
πολυσπαθής — ές, Α ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο») … Dictionary of Greek
σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek
αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… … Dictionary of Greek
αγνομέταξος — η, ο [αγνός] (για υφάσματα) ο υφασμένος από καθαρό μετάξι … Dictionary of Greek
αεροΰφαντος — η, ο αυτός που μοιάζει υφασμένος με αέρα, αραχνοΰφαντος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + υφαντός < υφαίνω] … Dictionary of Greek
αλουργοϋφής — ἁλουργοϋφής, ές (Α) υφασμένος με πορφυρά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + υφὴς < ὕφος «ύφασμα»] … Dictionary of Greek
αναλυτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος 2. ο άπλεκτος 3. ο αραιά υφασμένος 4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος 5. ο νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω. ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού γένους Ευγένιο… … Dictionary of Greek
ανθόκροκος — ἀνθόκροκος, ον (Α) ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)] … Dictionary of Greek
βαμβακομέταξος — η, ο υφασμένος με βαμβάκι και μετάξι … Dictionary of Greek